παρεφθαρμένος

παρεφθαρμένος
παρά-φθείρω
destroy
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδμινσουνάλιος — Παρεφθαρμένος βυζαντινός τύπος του αδμισιονάλιος, από το λατινικό admissionalis: ο εισηγητής των πρέσβεων στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης …   Dictionary of Greek

  • αζώθ — Στην αποκρυφολογία, συμβολίζει την αρχή και το τέλος οποιουδήποτε φυσικού πράγματος, τη ρίζα και την αρχή των πάντων, δηλαδή την ίδια τη φύση ή το Σύμπαν ενιαίο και συγχρόνως διασπαρμένο. Το Α. συμβολίζει τον υδράργυρο και τον πλανήτη Ερμή για… …   Dictionary of Greek

  • αιανός — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Τυρρηνίας Ελύμου. Ο Α. ήταν προστάτης και ιδρυτής της μακεδονικής πόλης Αιανή ή Αίανα. * * * αἰανός (Α) (Στον Ησύχιο και στο λεξικό τής Σούδας) παρεφθαρμένος παθ. τύπος ή άλλη γραφή τού αἰανής (Σοφ.… …   Dictionary of Greek

  • αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • καθαλγώ — καθαλγῶ έω (Μ) κάνω κάποιον να συγκινηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρεφθαρμένος τ. τού καταλγῶ] …   Dictionary of Greek

  • οδολκαί — ὀδολκαί (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες) «ὀβολοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. παρεφθαρμένος τ. του ὀβελός / ὀδελός] …   Dictionary of Greek

  • ορέσκιος — ὀρέσκιος, ον (Α) ορεσκώος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένος τ. τού επιθ. ὀρεσκῷος*, πιθ. κατ επίδραση τής λ. σκιά] …   Dictionary of Greek

  • παρεφθαρμένως — Α επίρρ. εφθαρμένα, κατεστραμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρεφθαρμένος τού παραφθείρω] …   Dictionary of Greek

  • πλώσσειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «φθείρεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αν δεν είναι παρεφθαρμένος συνδέεται πιθ. με το ρ. πλώω] …   Dictionary of Greek

  • ρήν — ῥῆνος, ή, Α (ποιητ. τ.) το αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥήν έχει προέλθει κατ απόσπαση από το σύνθ. πολύρρην* (< *πολύFρην), βλ. λ. ἀρήν, ἀρνός «πρόβατο». Ο τ. μαρτυρείται ουσιαστικά στην αιτ. ῥῆνα (πρβλ. και ῥᾶνα ἄρνα, Ησύχ.) και στη δοτ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”